Δηλώση του Μελέτη Μελετόπουλου, προέδρου των Δημοκρατικών
Η επιλογή του Μπάρακ Ομπάμα να καταστήσει την Τουρκία βασικό εταίρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όχι μόνον στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και γενικότερα, θέτει επί τάπητος την διεθνή θέση της χώρας μας.
Προφανώς, τώρα η Ελλάδα είναι ακάλυπτη έναντι των τουρκικών πιέσεων στην Θράκη και στο Αιγαίο, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική ώστε να καλύπτει και τα ελληνικά σύνορα. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή και αμερικανική πίεση υπέρ των Σκοπίων αφήνει την Ελλάδα ουσιαστικά μόνη απέναντι στο ψευδομακεδονικό αλυτρωτικό ιδεολόγημα. Και η μεν FYROM δεν διαθέτει αυτοτελώς την υλική ισχύ για να προκαλέσει αποσταθεροποίηση στην ελληνική Μακεδονία, αλλά η πρόσφατα υπογραφείσα στρατιωτική συμμαχία της με την Τουρκία δημιουργεί πλέον κλοιό αμφισβητήσεων του χώρου από τις Πρέσπες μέχρι την κυπριακή Καρπασία.
Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν εύλογα ερωτήματα για την συνολική μας πορεία στον Εικοστό Πρώτο Αιώνα.
- Διαθέτει η Ελλάδα την απαιτούμενη πολιτική ηγεσία, που θα χειρισθεί ψύχραιμα και σοφά τις διαγραφόμενες εξελίξεις;
- Διαθέτει η χώρα μας την αναγκαία υλική δύναμη, δηλαδή ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμούς και υποδομές, ώστε να στηρίξει την αταλάντευτη άρνησή της να δεχθεί οποιαδήποτε μείωση της εθνικής μας κυριαρχίας;
- Διαθέτει η Ελλάδα τις αναγκαίες συμμαχίες, που θα την βοηθήσουν να αντιμετωπίσει επιβουλές και αμφισβητήσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων;
- Έχουν τεθεί από το ελληνικό πολιτικό σύστημα συγκεκριμένοι στόχοι και σαφείς «κόκκινες γραμμές» στα εθνικά μας ζητήματα;
Η γνωστή νεοελληνική συνήθεια της αναζήτησης σωτήρων, που θα αναλάβουν εργολαβικά την προστασία μας (βεβαίως έναντι απτών ανταλλαγμάτων, το κυριότερο των οποίων είναι η αυτονομία μας), είναι ασφαλώς ο λάθος δρόμος. Ο σωστός δρόμος είναι η ενεργοποίηση των συμμαχιών μας, αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου η διαπραγμάτευση με ισχυρές κρατικές οντότητες, μια διαπραγμάτευση στην οποία η Ελλάδα θα πρέπει να προσφέρει τουλάχιστον όσα ζητά.
Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει, σε κάποιον μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε πολιτικό ή οικονομικό επίπεδο, με χώρες όπως η Ρωσσία, η Κίνα ή το Ισραήλ. Εκεί όμως όπου μπορούμε να επιτύχουμε περισσότερα από μία διμερή διαπραγμάτευση, είναι οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους ανήκουμε, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ αλλά και άλλοι ήσσονες οργανισμοί οικονομικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Στους οργανισμούς αυτούς διαθέτουμε θεσμική δυνατότητα παρέμβασης, την οποία ελάχιστα αξιοποιήσαμε στην πρόσφατη ιστορία μας. Έχουμε δηλαδή την ευκαιρία να συμβάλλουμε στην διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής των οργανισμών αυτών, και όχι μόνον να προβάλλουμε αποκλειστικά τα εθνικά μας δίκαια, που λίγο ενδιαφέρουν και συγκινούν τους τρίτους.
Για μία παρόμοια πολιτική, όμως, προαπαιτείται μία υπεύθυνη και ανιδιοτελής πολιτική ηγεσία, που δεν θα ασχολείται με τα ιδιωτικά και οικογενειακά της συμφέροντα ή με τις καθημερινές επικοινωνιακές της ανάγκες. Επίσης, απαιτείται στρατιωτική υποδομή επαρκής ώστε να καταστήσει απαγορευτικό το κόστος μίας εξωτερικής επιβουλής. Αυτό απαιτεί συνδυασμό υλικής ισχύος και ηθικού.
Τέλος, χρειάζεται η σαφής διακήρυξη των ορίων της εθνικής μας αξιοπρέπειας, η παραβίαση των οποίων θα συνεπάγεται ανάλογες συνέπειες, αρχικά τουλάχιστον, σε διπλωματικό επίπεδο(πχ. αποκλεισμός από διεθνείς οργανισμούς, διακοπή αναπτυξιακής βοήθειας ή και διπλωματικών σχέσεων κλπ.)
Η εποχή των ψευδαισθήσεων παρήλθε και μάλιστα με βίαιο τρόπο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται με την δύναμη της αδράνειας. Τώρα απαιτείται ο συνολικός επανασχεδιασμός της, με συμμετοχή των σημαντικότερων στοιχείων που διαθέτει ο ελληνισμός, από το εσωτερικό ή το εξωτερικό. Φυσικά, πριν απ’ αυτά, η χώρα χρειάζεται να απαλλαγεί από την τριτοκοσμική οικογενειοκρατία που την κυβερνά. Αυτή είναι και η ευθύνη του Ελληνικού Λαού, στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου